σιδηροβριθής

Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A ironloaded, ξύλον E.Fr.531.

German (Pape)

[Seite 879] ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρῑθής: -ές, πεφορτωμένος σίδηρον, σίδηρον ἔχων, ξύλον Εὐρ. Ἀποσπ. 535.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονο-βριθής].

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροβρῑθής: отягченный железом: σιδηροβριθὲς ξύλον Eur. = λόγχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροβριθής -ές [σίδηρος, βρίθω] met zware ijzeren punt.

English (Woodhouse)

heavy with iron, studded with iron