σιδηροβριθής

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρῑθής Medium diacritics: σιδηροβριθής Low diacritics: σιδηροβριθής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: sidērobrithḗs Transliteration B: sidērobrithēs Transliteration C: sidirovrithis Beta Code: sidhrobriqh/s

English (LSJ)

σιδηροβριθές, iron-loaded, weighted with iron, ξύλον E.Fr.531.

German (Pape)

[Seite 879] ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροβριθής -ές [σίδηρος, βρίθω] met zware ijzeren punt.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροβρῑθής: отягченный железом: σιδηροβριθὲς ξύλον Eur. = λόγχη.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονοβριθής].

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρῑθής: -ές, πεφορτωμένος σίδηρον, σίδηρον ἔχων, ξύλον Εὐρ. Ἀποσπ. 535.

English (Woodhouse)

heavy with iron, studded with iron

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)