συμβατικῶς
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des dispositions conciliantes.
Étymologie: συμβατικός.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτικῶς: примирительно: σ. ἔχειν Plut. быть склонным к примирению.