ἐναμίλλως

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à l’égal de, τινι.
Étymologie: ἐνάμιλλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰμίλλως: наравне: ἐ. τοῖς μάλιστα εὐτυχηκόσιν Isocr. не уступая наиболее одаренным.