μελίττιον
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλιττα, Ar.V.367 (lyr.). II cell of a bee's comb: in plural, honeycomb, Arist.HA624a5; cf. μελίσσειος 1.
German (Pape)
[Seite 125] τό, dim. von μέλιττα, Bienchen, Ar. Vesp. 366; Bienenzelle, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελίττιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ μέλιττα, Ἀριστοφ. Σφ. 367. ΙΙ. τὸ κυψελίδιον ἐν τῇ κηρήθρᾳ, καὶ ἐν τῷ πληθ., αὐτὴ ἡ κηρήθρα, Ἀριστοτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8, πρβλ. κηφήνιον, σφηικίον.