μελίσσι

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

το (Α μελίττιον, Μ μελίσσιον και μελίσσι και μελίσσιν) μέλισσα
σμήνος μελισσών, σμάρι
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα μελίσσια
τόπος στον οποίο είναι τοποθετημένες κυψέλες μελισσών
2. μτφ. πολλοί άνθρωποι συγκεντρωμένοι οι οποίοι κάνουν θόρυβο («μελίσσι μαζεύτηκε ο κόσμος»)
3. (γενικά) το πλήθος («για τών ιδεών τ' αρχοντικό μελίσσι», Παλαμ.)
νεοελλ.-μσν.
κυψέλη μελισσών
μσν.
κηρήθρα
αρχ.
1. μικρή μέλισσα, μελισσάκι, μελισσόπουλο
2. κυψελίδα της κηρήθρας
3. στον πληθ. τὰ μελίττια
η κηρήθρα («ἐλάττω δ' ἐστὶ ταῦτα τῷ μεγέθει τῶν μελιττίων», Αριστοτ.).

Translations