φιληδονία

Revision as of 14:55, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

English (LSJ)

ἡ, A fondness for pleasure, Democr.159 (pl.), Agatharch.Fr.Hist.11, Hp.Ep.17, Epict. Gnom.45, Plu.2.12c, 21c, Sull.2, Max.Tyr.31.5, S.E.M.11.120, etc.

German (Pape)

[Seite 1277] ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen, Plut. ed. lib. 16.

Greek (Liddell-Scott)

φιληδονία: ἡ, ἀγάπη τῶν ἡδονῶν, συχν. παρὰ Πλουτ. ὡς 2. 12C, 21C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. φιληδία.
Étymologie: φιλήδονος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλήδονος
το να είναι κανείς φιλήδονος, η ροπή προς τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές.

Russian (Dvoretsky)

φιληδονία: ἡ любовь к наслаждениям Plut., Diog. L.