ροπή

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source

Greek Monolingual

η / ῥοπή, ΝΜΑ
1. το να ρέπει κάτι, το να παρουσιάζει φορά προς τα κάτω, η κλίση προς τα κάτω (α. «τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥοπὴ πλείων παρέπεται», Φίλ.
β. «μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥοπὴν ἔχειν», Αριστοτ.)
2. η τάση, η κλίση προς κάτι από προδιάθεση ή από έξη (α. «είχε τη ροπή προς τη χαρτοπαιξία» β. «ἡ ἀπαιδευσία πολλὴν ἐνδίδωσι ῥοπὴν εἰς ἀδικίαν», Κλήμ. Αλ.
γ. «παραφυλακτέον... ἡμῖν μάλιστα τοῖς ἐν Χριστῷ τὴν εἰς τὰ φαῡλα ῥοπὴν», Κύ ριλλ.)
νεοελλ.
1. φυσ. η τάση που έχει μία δύναμη να περιστρέψει το σώμα πάνω στο οποίο ασκείται γύρω από ένα σημείο ή έναν άξονα
2. φρ. α) «ροπή δύναμης γύρω από ένα σημείο»
φυσ. διανυσματικό μέγεθος του οποίου η διεύθυνση είναι κάθετη στο επίπεδο που ορίζουν το σημείο και η δύναμη, το μέτρο του ισούται με το γινόμενο του μέτρου της δύναμης επί την κάθετη απόσταση του σημείου από τον φορέα της δύναμης και η φορά του προσδιορίζεται από τον κανόνα του δεξιόστροφου κοχλία
β) «μαγνητική ροπή μαγνήτη» — το γινόμενο της ποσότητας μαγνητισμού ενός από τους πόλους του μαγνήτη επί την απόσταση μεταξύ τών πόλων
γ) «μαγνητική ροπή κυκλώματος» — η ροπή του μαγνήτη του ισοδύναμου προς το κύκλωμα ευθύγραμμου μαγνήτη
δ) «μαγνητική ροπή ατόμου» — η συνισταμένη τών μαγνητικών ροπών τών στοιχειωδών ηλεκτρονικών ρευμάτων του ατόμου
ε) «ηλεκτρική ροπή»
φυσ. η ροπή ηλεκτρικού διπόλου
στ) «ροπή ηλεκτρικού διπόλου
φυσ. το γινόμενο ενός από τα ίσα ηλεκτρικά φορτία του διπόλου επί την απόσταση μεταξύ τών φορτίων, αλλ. ηλεκτρική ροπή
ζ) «ροπή αδράνειας ως προς κινητό ή ακίνητο άξονα»
φυσ. το μέτρο της στροφικής αδράνειας ενός σώματος, δηλαδή της αντίδρασης που εμφανίζει το σώμα στις αλλαγές της στροφικής του ταχύτητας που επιχειρούνται με την εφαρμογή ροπής και το οποίο ποσοτικά είναι ίσο με το άθροισμα τών γινομένων της μάζας κάθε στοιχειώδους τμήματος του σώματος επί την απόστασή του από τον θεωρούμενο άξονα
η) «ροπή διανύσματος ως προς άξονα» — η ροπή της προβολής του διανύσματος επί επίπεδο κάθετο προς τον άξονα και του κάθετου επιπέδου
θ) «ροπή ζεύγους δυνάμεων»
φυσ. διανυσματικό μέγεθος με μέτρο το γινόμενο μιας δύναμης του ζεύγους επί την μεταξύ τους απόσταση
ι) «ροπή προς εισαγωγές»
(οικον.) η τάση που έχει μια οικονομία να εισάγει προϊόντα από το εξωτερικό και η οποία κατά τον μέσον όρο ισούται με τον λόγο τών εισαγωγών προς το εισόδημα ή το ποσοστό του εισοδήματος που αντιστοιχεί στις εισαγωγές
ια) «ροπή προς αποταμίευση»
(οικον.) η τάση μιας οικονομικής μονάδας, λ.χ. ατόμου, επιχείρησης ή χώρας, να αποταμιεύει μέρος του εισοδήματός της και η οποία κατά μέσο όρο ισούται με τον λόγο της αποταμίευσης προς το εισόδημα
ιβ) «ροπή προς κατανάλωση»
(οικον.) η τάση για διενέργεια καταναλωτικών δαπανών που υπάρχει σε μια οικονομία και η οποία κατά μέσο όρο ισούται με τον λόγο της κατανάλωσης προς το εισόδημα
ιγ) «ροπή προς επένδυση»
(οικον.) η τάση που υπάρχει σε μια οικονομία για διενέργεια επενδύσεων και η οποία κατά μέσο όρο ισούται με τον λόγο τών επενδύσεων προς το εισόδημα
μσν.
προκαταβολή που εκπίπτει από την τελική πληρωμή
μσν.-αρχ.
1. η στιγμή κατά την οποία γέρνει η ζυγαριά προς ένα μέρος, η κρίσιμη, η αποφασιστική στιγμή (α. «ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαι ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει, τὰ δ' ἐν μεταιχμίῳ σκότου», Αισχύλ.
β. «ὑμεῖς ἀσθενεῖς τε καὶ ἐπὶ ῥοπῆς μιᾱς ὄντες», Θουκ.
γ. «τρυτάνης θεοῦ ἀηττήτου ἀήττητον ἔχων ῥοπήν», Μ. Βασ.)
2. απότομη τροπή της πορείας τών πραγμάτων, ριζική μεταβολή μέσα σε μια στιγμή (α. «σῶμα νοσῶδες μικρᾱς ῥοπῆς... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν», Πλάτ.
β. «μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται», Νεκρ. Ακολ.)
3. η στιγμή του θανάτου (α. «ὑστάτην βίου ῥοπὴν αὐτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι», ΠΔ
β. «ῥοπὴ βίου μου», Σοφ.
γ. «ῥοπή 'στιν ἡμῶν ὁ βίος», Μέν.)
4. αποφασιστικής σημασίας επίδραση, βοήθεια («μηδεμιᾱς ἀπολαῡσαι φιλανθρωπίας, μηδὲ ροπῆς, μηδὲ βοηθείας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. η θεία βοήθεια, η θεία πρόνοια («οὐκ ἀρκεῖ προθυμία ἀνθρώπου, ἄν μὴ τῆς ἄνωθέν τις ἀπολαύσῃ ῥοπῆς», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. έκβαση, αποτέλεσμα (α. «τὴν ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἄπαντος τοῦ πολέμου», Ισοκρ.
β. «μεγάλην γὰρ ἔσεσθαι τὴν ῥοπήν, εἰ μετὰ Λακεδαιμονίων ἡ τούτων γενήσεται πόλις», Ισοκρ.)
2. ενίσχυση, τόνωση, δυνάμωμα («εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον», Πολ.)
3. συμβολή, σημασία («ἡ τῶν ἐπιβατῶν εὐψυχία πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾱν», Πολ.)
4. επίδραση, επενέργεια («τοιάδ
ἐπ' αὐτοὺς ἦλθε συμφορὰ πάθους, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπή», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «διαστρέφω τὴν ῥοπὴν» — διαταράσσω την ισορροπία
β) «ῥοπὴν ἔχω» — ασκώ επίδραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοπ- του ῥέπω].

Mantoulidis Etymological

(=κλίση πρός τά κάτω, τάση). Ἀπό τό ρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.