τευκτικός

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ή, όν, A able to attain to, ἀγαθοῦ Arist.EN1142b22; τῶν τελῶν Phld.Rh.1.53 S.: Comp. -ώτερος ib.145 S.

German (Pape)

[Seite 1101] gewöhnlich erreichend, erlangend, τινός, Arist. eth. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τευκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ ἐπιτύχῃ, τοῦ ἀγαθοῦ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d’obtenir.
Étymologie: τεύχω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεύχω
ο ικανός να επιτύχει κάτι.

Greek Monotonic

τευκτικός: -ή, -όν (τυγχάνω), ικανός να επιτύχει, τινός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τευκτικός: способный достичь или обрести (τοῦ ἀγαθοῦ Arst.).

Middle Liddell

τευκτικός, ή, όν τυγχάνω
able to gain, τινός Arist.