A make effeminate, Lyd.Mag.3.64.
παραθηλύνω: ἐκθηλύνω, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 64.
Ακάνω κάποιον θηλυπρεπή, εκθηλύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θηλύνω (< θήλυς)].