παλιγγέλως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, A mutual mockery, prob. l. in Ph.1.528.
German (Pape)
[Seite 447] ωτος, ὁ, gegenseitiges Verlachen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
παλιγγέλως: -ωτος, ὁ, τὸ ἀμοιβαῖον περιγέλασμα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
Greek Monolingual
παλιγγέλως, -ωτος, ὁ (Α)
(πιθ. ανάγν.) αμοιβαίος εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γέλως.