αμοιβαίος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμοιβαῖος, -ον και -ος, -α, -ον)
αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον
μσν.
αυτός που απαντά όπως στον διάλογο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα
α) οι διάλογοι σε τραγωδία
β) είδος λαϊκού τραγουδιού, του οποίου τα μέλη τραγουδούν δύο πρόσωπα διαδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμοιβή.
ΠΑΡ. (Α) ἀμοιβαίως
νεοελλ.
αμοιβαίως, αμοιβαία, αμοιβαιότητα].