παναμείλιχος
English (LSJ)
ον, A allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
παναμείλιχος, -ον (Α)
τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀμείλιχος «αμείλικτος»].
ον, A allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.
παναμείλιχος, -ον (Α)
τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀμείλιχος «αμείλικτος»].