παρθενοκόμος

Revision as of 10:35, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ον, A taking care of maidens, An.Ox.2.398:—also παρθενο-κομία, ἡ, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τῶν παρθένων, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 398, 17.

Greek Monolingual

-ον Α
αυτός που φροντίζει ή ανατρέφει παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].