περιμήρια

Revision as of 18:10, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

τά, A covering for the thighs, Gloss.:—also περιμηρίδες, αἱ, ib.:—but περιμηρέδιον, τό, is f.l. for παρα-, Arr.Tact.4.1.

German (Pape)

[Seite 583] τά, alles die Schenkel od. Hüften Umgebende (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιμήρια: τά, τὰ τῶν μηρῶν περικαλύμματα, Γλωσσ.· - οὕτω περιμηρίδιον, τό, Ἀρρ. Τακτ. σ. 14, Ἀνώνυμ. ἐν Montf. Bibl. Coisl. σ. 514.

Greek Monolingual

τὰ, Α περίμηρος
περικαλύμματα τών μηρών.