περιπλίξ

Revision as of 20:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A embracing with the legs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] adv., mit ausgespreizten Füßen, divaricatis pedibus.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίξ: «περιειληφὼς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ- του περιπλίσσομαι + επιρρμ. κατάλ. -ς (πρβλ. αμφιπλίξ)].