σαβακάθιον

Revision as of 17:50, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

[κᾰ], τό,= σάβανον, Hsch. A s.v. κεκρύφαλος, POxy. 2002v.4 (vi A.D.); [σα]βακάτια (pl.) prob. in PCornell 29.2 (prob. ii A.D.): also σαββακάθιον, Phot. s.v. κεκρύφαλον, σᾰβάκᾰνον, Hsch. s.v. κρύφαλον.

Greek Monolingual

και σαββακάθιον, τὸ, ΜΑ, και σαβακάτιον και σαβάκανον Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ σάβανον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σάβανον.