κεκρύφαλος
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
English (LSJ)
ὁ,
A woman's hair-net, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην Il.22.469, cf. Hp.Steril.219, Ar.Th.138, D.H.7.9; κεκρύφαλος καὶ μίτρα Ar.Th.257; λιθόβλητοι, λιθοκόλλητοι κ., AP5.269 (Paul. Sil.), 275 (Agath.).
2 part of the head-stall of a bridle, X.Eq.6.8; ἱππικὸς κεκρύφαλος IG22.1388.74, cf. Poll.1.184, 10.55.
II second stomach of ruminating animals, from its net-like structure, Arist.HA507b4, PA674b14, Ael.NA5.41.
III pouch or belly of a hunting-net, X.Cyn.6.7, Plu.Alex. 25. [ῠ in Hom., AP; but ῡ in Att., Ar.l.c., Eup.170, Antiph.117, 189.]
German (Pape)
[Seite 1413] ὁ (κρύπτω), ein geflochtenes oder gestricktes Kopfnetz der Frauen, welches die Haare zusammenhält u. verbirgt; Il. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἠδὲ πλεκτὴν ἀναδεσμήν; Ar. κεκρυφάλου δεῖ καὶ μίτρας Thesm. 138; oft bei sp. D, κόμας ῥύτωρ Ep. ad. 115 (VI, 280), wie χαίτας ῥύτωρ Archi. 5 (VI, 207); κεκρυφάλων λιθοκολλήτων πλέγματα Agath. 5 (V, 276). – Ein Stück am Pferdezaum, Stirnriemen, Xen. de re equ. 6, 7. – Der Sack od. Bauch der Jagd- od. Stellnetze; Xen. Cyn. 6, 7; ἐνσχεθεὶς νευρίνοις κεκρυφάλοις Plut. Alex. 25. – Der zweite Magen der wiederkäuenden Tiere; Arist. part. anim. 3, 13 u. öfter; Ael. H. A. 5, 41. – [Bei Ar. u. Antiphan. Ath. XV, 681 c ist υ lang, bei Hom. u. in der Anth. kurz.]
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 réseau ou mouchoir dont les femmes se couvraient la tête;
2 creux ou partie concave d'un filet de chasse;
3 second estomac des ruminants.
Étymologie: κορυφή, avec redoubl.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκρύφαλος -ου, ὁ haarnet, hoofdkap:. ἀπὸ κρατὸς βάλε... κεκρύφαλον zij wierp haar hoofdkap van haar hoofd weg Il. 22.469. jachtnet, fuik.
Russian (Dvoretsky)
κεκρύφᾰλος: (ῠ и ῡ) ὁ
1 женская головная повязка Hom., Arph.;
2 (в конской узде), налобник Xen.;
3 (в охотничьей сети), мотня Xen.;
4 сетка Plut.;
5 рубец (второй отдел желудка жвачных) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κεκρύφᾰλος: ῠ, ὁ, (κρύπτω), δικτυοειδῶς πεπλεγμένος κεφαλόδεσμος, ἐν ᾧ περιώριζον τὴν ἑαυτῶν κόμην αἱ γυναῖκες, Λατ. reticulum, τῆλε δ’ ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην Ἰλ. Χ. 469· κ. καὶ μίτρα Ἀριστοφ. Θεσμ. 138, 257, Διον. Ἁλ. 7. 9, πρβλ. Foës Οἰκ. Ἱππ.· ὁ κεκρύφαλος λέγεται σφιγκτὴρ τῆς πλεκτῆς κόμης Ἀντίπατρ. Σιδ. εἰς Ἀνθ. Π. 6. 206· κεκρύφαλοι σφίγγουσι τεὴν τρίχα Παῦλ. Σιλ. αὐτόθι 5. 260· κ. ῥύτορα χαίτας ὁ αὐτ. 6. 207· κεκρυφάλῳ καταδῆσαι Ἱππ. 678. 54· ἐνίοτε ἐκοσμεῖτο διὰ πολυτίμων λίθων, κεκρυφάλων λιθοκολλήτων πλέγματα Ἀνθ. Π. 5. 270. 276· ὡς παραδείγματα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν οἱ παριστανόμενοι ἐπὶ τῶν ἀργυρῶν μεταλλίων τῶν Συρακουσῶν· τοιοῦτον κεφαλόδεσμον εἰσέτι φοροῦσιν αἱ γυναῖκες ἐν Ἰταλίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ. 2) μέρος τοῦ χαλινοῦ τῶν ἵππων, ὁ πρὸς τὸ μέτωπον ἱμάς· «οἱ τῶν ἵππων κορυφαστῆρες καὶ ἄμπυκες» Ἡσύχ., Ξεν. Ἱππ. 6. 8· ἱππικὸς κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β· 23, πρβλ. Πολυδ. Α', 184., Ι'. 55. ΙΙ. ὁ δεύτερος στόμαχος τῶν μηρυκαστικῶν ὡς ἐκ τῆς δικτυοειδοῦς κατασκευῆς αὐτοῦ, καλούμενος καὶ Γαλλιστὶ le bonnet, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8, Αἰλ. π. Ζ. 5. 41. ΙΙΙ. ἡ κοιλία κυνηγετικοῦ δικτύου, «ἄρκυος ἡ κοιλότης» Πολυδ. Ε', 31, Ξεν. Κυν. 6. 7, Πλουτ. Ἀλέξ. 25. ῠ παρ’ Ὁμ., Ἀνθ.· ἀλλὰ ῡ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔπολ. ἐν «Κόλ.» 21, Ἀντιφῶντα ἐν «Κιθαριστ.» 1, «Παρ.» 2.
English (Autenrieth)
net to confine the hair, Il. 22.469†. (See cut No. 41.)
Greek Monolingual
ο (Α κεκρύφαλος) ζωολ. ο δεύτερος από τους 4 θαλάμους από τους οποίους αποτελείται το στομάχι των ανώτερων μηρυκαστικών
αρχ.
1. κεφαλόδεσμος τών γυναικών πλεγμένος δικτυωτά, μέσα στον οποίο περιόριζαν τα μαλλιά τους
2. μέρος του χαλινού του αλόγου, ο προς το μέτωπο ιμάντας
3. η κοιλότητα του κυνηγετικού διχτιού, ο δικτυοειδής σάκος τών κυνηγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ασιατικής προελεύσεως. Ίσως σχηματίστηκε κατ' επίδραση τών κρύπτω, κρύφα.
Greek Monotonic
κεκρύφᾰλος: [ῠ], ὁ (κρύπτω),
I. 1. δικτυοειδής γυναικείος κεφαλόδεσμος, για να μαζεύει τα μαλλιά, Λατ. reticulum, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
2. μέρος του χαλιναριού των αλόγων, σε Ξεν.
II. μάρσιπος ή «κοιλιά» κυνηγετικού διχτυού, στον ίδ., σε Πλούτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hair-net of a woman, envelopped by the ἀναδέσμη (Il.), also part of the head-stall of a bridle (X., Att. inscr.), pouch of the belly of a hunting-net (X., Plu.); the second stomach of a ruminant, net-stomach (Arist.; Strömberg Wortstudien 63f.). S. Marinatos, Arch. Homerica I, B 22.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word of unknown, perhaps Asiatic origin, perhaps reshaped after κρύφα, κρύπτω. Unacceptable IE. (κρύπτω, κορυφή, κρόκη) and Semitic etymologies in Bq. No doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
κεκρῠ́φᾰλος, ὁ, κρύπτω
I. a woman's head-dress of net, to confine the hair, Lat. reticulum, Il., Anth.
2. part of the headstall of a bridle, Xen.
II. the pouch or belly of a hunting-net, Xen., Plut.
Frisk Etymology German
κεκρύφαλος: {kekrúphalos}
Grammar: m.
Meaning: weibliche Netzhaube, [[von der ἀναδέσμη umwunden]] (seit Il.), auch Teil des Hauptgestells des Zaumzeugs (X., att. Inschr.), Bauch des Jagdnetzes (X., Plu.), der zweite Magen der Wiederkäuer, Netzmagen (Arist. u. a.; Strömberg Wortstudien 63f.).
Etymology: Technisches Wort unbekannter, wohl asiatischer Herkunft, vielleicht nach κρύφα, κρύπτω umgebildet. Unhaltbare idg. (κρύπτω, κορυφή, κρόκη) und semitische Etymologien bei Bq.
Page 1,813
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ὁ (=γυναικεῖος κεφαλόδεσμος). Ἀπό τό κρύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.