σιδηρότευκτος

Revision as of 09:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A wrought of iron, βέλος Epicr.8.

German (Pape)

[Seite 880] von, aus Eisen gemacht, mit, durch Eisen gemacht, poet. bei Ath. XV, 699 f.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρότευκτος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, βέλος Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρότευκτος, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό-τευκτος].