σιδηροπαγής
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό
2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» — ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι), πρβλ. χρυσοπαγής].