φίλυβρις
English (LSJ)
[φῐ], ὁ, ἡ, A fond of wanton violence, Crates Theb.5a.
German (Pape)
[Seite 1289] ὁ, ἡ, zum Übermuth geneigt, gern Frevel verübend, Crates bei Clem. Al. strom. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
φίλυβρις: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ὑβριστικὸν τρόπον, τὸν ἀκόλαστον βίον, Κράτης παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 492.
Greek Monolingual
-ύβριος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που του αρέσει ο ακόλαστος βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὕβρις (πρβλ. μίσ-υβρις, παύσ-υβρις)].