ακόλαστος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόλαστος, -ον)
ο αχαλίνωτος, όποιος δεν δείχνει εγκράτεια (κυρίως στις σαρκικές ηδονές)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κολαστεί, δεν έχει πει ή πράξει κάτι που το τιμωρεί η Εκκλησία
αρχ.
εκείνος που δεν έχει τιμωρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κολάζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκολασταίνω.