χαλκοπώγων

Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ωνος, ὁ, transl. of Lat. A Ahenobarbus, Plu.Aem.25, D.Chr.37.40.

German (Pape)

[Seite 1331] ωνος, ὁ, Kupferbart, Rothbart, Ahenobarbus, Plut. Aem. Paull. 35.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπώγων: -ωνος, ὁ, μετάφρ. τοῦ Λατ. Ahenobarbus, Πλουτ. Αἰμίλ. 25.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
calque du latin Ahenobarbus.
Étymologie: χαλκός, πώγων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χαλκόχρωμο πώγωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + πώγων (πρβλ. δασυ-πώγων, τραγο-πώγων)].

Greek Monotonic

χαλκοπώγων: -ωνος, ὁ, Λατ. Ahenobarbus, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπώγων: ωνος adj. (лат. ahenobarbus) меднобородый, т. е. рыжебородый Plut.

Middle Liddell

χαλκο-πώγων, ωνος, ὁ,
= Lat. Ahenobarbus, Plut.