χειραφεσία
English (LSJ)
ἡ, = A emancipatio; χειρ-αφετέω, = emancipare; and χειρ-άφετος, = emancipatus, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειραφεσία: ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χειράφετος
χειραφέτηση
νεοελλ.
(νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.