(βρῶμος) A smell rank, Al.Ex.7.18.
[Seite 467] stinken, vom Bocksgeruch, bes. Sp.
βρωμέω: (βρώμος) δυσωδίαν ἀποφέρω, «βρωμῶ», Κύριλλ.· πρβλ. βρωμάομαι ΙΙ.
• Grafía: graf. βρόμ- Hsch.heder Al.Ex.7.18, Hsch.s.u. βρομέον.