διοδεία

Revision as of 00:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A passage through, τῶν στρατευμάτων BSA23.73 (Macedonia, ii A. D.), cf. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

διοδεία: ἡ, ἡ διὰ μέσου δίοδος, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
travesía, paso τοῦ κυρίου Καίσαρος τῶν στρατευμάτων SEG 1.276.9 (Macedonia II d.C.) (v. δίοδος II 1), δ.· διέλευσις Sud., cf. Anecd.Ludw.207.8.

Greek Monolingual

διοδεία, η (Α)
η διόδευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -οδεία < -οδεύω < οδός].