διοδεία
English (LSJ)
ἡ, A passage through, τῶν στρατευμάτων BSA23.73 (Macedonia, ii A. D.), cf. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διοδεία: ἡ, ἡ διὰ μέσου δίοδος, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
travesía, paso τοῦ κυρίου Καίσαρος τῶν στρατευμάτων SEG 1.276.9 (Macedonia II d.C.) (v. δίοδος II 1), δ.· διέλευσις Sud., cf. Anecd.Ludw.207.8.
Greek Monolingual
διοδεία, η (Α)
η διόδευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -οδεία < -οδεύω < οδός].