paso
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Spanish > Greek
βάδισις, διάβασις, ἐμβολή, βάσις, ἐξαλλαγή, διόδιος, διέξοδος, διαδρομή, ἐντομή, αὐχήν, δέρη, διαφοίτησις, εἰσβολή, ἔμβασις, εἴσοδος, ἅλς, διόδιον, δίοδος, ἑβρα, βάδος, διέλευσις, διαπέραμα, δίαυλος, βάδισμα, διάβημα, διόδευσις, διέκπλοος, διαπνοή, διαπεραίωσις, διάπνους, βῆμα, διεκβολή, ἐκποίησις, διάδρομος, ἔγχυσις, διοδεία