θηρίον, Hsch. θαυσήκρι· θεωρεῖον, prob. A f.l. for θατύς: ἰκρίον, θ., Id. θαχθῆμεν, v. θᾶξαι.
θαῦνον: «θηρίον» Ἡσύχ.
θαῦνον, το (Α)(κατά τον Ησύχ.) θηρίο.