θεμελιόθεν
English (LSJ)
= Lat. A funditus, Dosith.p.412 K., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ θεμελίων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
θεμελιόθεν (Α)
επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + -θεν, κατάλ. δηλωτική της προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως].