κεραυνία
English (LSJ)
ἡ, A = ἀείζωον μικρόν, Ps.- Dsc.4.89.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνία: ἡ, ὄνομα φυτοῦ ὅπερ ἄλλως καλεῖται ἀείζωον μικρόν, Διοσκ. Νόθ. 4. 90.
ἡ, A = ἀείζωον μικρόν, Ps.- Dsc.4.89.
κεραυνία: ἡ, ὄνομα φυτοῦ ὅπερ ἄλλως καλεῖται ἀείζωον μικρόν, Διοσκ. Νόθ. 4. 90.