κεραυνία

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνία Medium diacritics: κεραυνία Low diacritics: κεραυνία Capitals: ΚΕΡΑΥΝΙΑ
Transliteration A: keraunía Transliteration B: keraunia Transliteration C: keravnia Beta Code: kerauni/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀείζωον μικρόν, Ps.- Dsc.4.89.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνία: ἡ, ὄνομα φυτοῦ ὅπερ ἄλλως καλεῖται ἀείζωον μικρόν, Διοσκ. Νόθ. 4. 90.

Greek Monolingual

κεραυνία, ἡ (Α)
βλ. κεραύνιος.