μεγαλοδοξία

Revision as of 13:20, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

English (LSJ)

ἡ, A high opinion of oneself, in plural, Suid. s.v. ψολοκομπία.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, großer Ruhm, Schol. Ar. Equ. 696 u. Suid., auch Ruhmredigkeit, od. große Meinung von sich.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοδοξία: ἡ, τὸ νὰ ἔχῃ τις μεγάλην περὶ ἑαυτοῦ γνώμην, ἀλαζονεία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 693.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλοδοξία) μεγαλόδοξος
το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.