ἔκλεμμα

Revision as of 16:30, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐκλέπω) A peel, rind, Hp.Morb.2.13.

German (Pape)

[Seite 767] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλεμμα: τό (ἐκλέπω) ὁ ἀφαιρεθεὶς φλοιός, λέπυρον, «φλοῦδα» Ἱππ. 465. 42.

Spanish (DGE)

-ματος, τό cáscara de bellota, Hp.Morb.2.13.

Greek Monolingual

ἔκλεμμα, το (Α)
φλοιός που έχει αφαιρεθεί.