ἀκόλυμβος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: ἀ, κόλυμβος.
Spanish (DGE)
-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.
Greek Monolingual
ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολυμβῶ].
Greek Monotonic
ἀκόλυμβος: -ον, ο ανίκανος να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόλυμβος: не умеющий нырять или плавать Batr., Plut.