ἀπαράπειστος
English (LSJ)
ον, A not to be seduced, D.H.8.61.
German (Pape)
[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.
Spanish (DGE)
-ον
1 inexorable περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.
2 indócil, desobediente Hsch.s.u. ἄπιστος.
Greek Monolingual
ἀπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να παραπειστεί η να παρασυρθεί.