inexorable
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα –> I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, P. and V. σχέτλιος, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος, V. νηλής, ἀνοικτίρμων (Soph., Fragment), δυσπαραίτητος, δυσάλγητος.
Spanish > Greek
inexorable = ἀκρότομος, αἰπύς, ἀσκελής, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἀπαρηγόρητος, ἀπειθής, ἀδιάφυκτος, ἄθεστος, ἄλλιστος, ἀνεκδυσώπητος, ἀδυσώπητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀπαραίτητος, ἀπαραμύθητος, ἄλλιτος, ἄλιστος, ἀλιτάνευτος, ἀγνώμων, ἀδάμαστος, ἀφειδής, ἀμετάπειστος, ἀμάλακτος, ἀναγκαστικός, ἀνουθέτητος, ἀπροσωπόληπτος, ἀσυγγνώμων, ἀσύγγνωστος
* Look up in: Google | Wiktionary | Wikcionario
(Translation based on the reversal of DGE)