τειχοκαταλύτης

Revision as of 12:36, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A demolisher of walls, Ctes.Fr.57.3.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ, der Mauern zerstört, Ctes.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοκαταλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ καταλύων, καταστρέφων τείχη, τῶν τειχοκαταλυτῶν ἐλεφάντων Κτησίας ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 72, σ. 45, 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καταλύει τείχη, που γκρεμίζει τείχη («τῶν τειχοκαταλυτών ἐλεφάντων», Κτήσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + καταλύω «καταστρέφω»].