τεῖχος
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
εος, τό,
A wall, esp. city wall, Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα Il.21.295, cf. 446, Od.6.9, al.; of the embankment round the ships, τάφρος Δαναῶν καὶ τ. ὕπερθεν Il.12.4, cf. 25 sqq.; τεῖχος ἐς ἀμφίχυτον (of heaped-up earth) 20.145; Κιμμέρια τείχη earthworks, Hdt.4.12; but τείχη λάϊνα E.Tr.1087 (lyr.), cf. Th.1.93, etc.; λίθοις οὓς ἔλιπον εἰς τὸ τεῖχος ἀναλίσκοντες IG12.81.9; ξύλινον τεῖχος exceptionally, Orac. ap. Hdt.7.141, cf. 8.51, 9.65, Th.2.75, X.HG1.3.4, Orac. ap. Ar.Eq.1040 (Pi. uses this phrase for a funeral pile, P.3.38); τεῖχος χάλκεον Od.10.3; τεῖχος σιδηροῦν, τείχη χαλκᾶ καὶ ἀδαμάντινα, Ar.Eq.1046, Aeschin.3.84; τειχέων κιθῶνες coats of walls, i.e. walls one within the other, Hdt.7.139; τεῖχος ἐλαύνειν, v. ἐλαύνω III.2; τ. ἔδειμαν Il.7.436; οἰκοδομέειν Hdt. 1.98, cf. Ar.Av.1132, etc. (τείχη οἰκοδομήσασθαι to build oneself walls, Th.7.11); τείχη ἄξειν Id.6.99; τὰ τείχη στῆσαι D.20.74; τείχη περιβάλλειν ταῖς πόλεσι Arist.Pol.1331a3; τείχη περιβαλέσθαι build walls round one's city, Hdt.1.141, cf. Th.1.8, etc. (also τείχη περιβαλέσθαι τὴν πόλιν Hdt.1.163:—hence Pass., τεῖχος περιβεβλημένος having a wall round it, Pl.Tht.174e; τείχη περιβεβλημένοι, of citizens, Arist.Pol. 1331a8); but also νῆσον περιβάλλεσθαι τείχει surround one's island with walls, Pl.Criti.116a; τεῖχος ῥήξασθαι breach the wall, Il.12.90, cf.257; τεῖχος ἀναρρήξας 7.461; so in Prose, τεῖχος διαιρεῖν, περιαιρέειν, κατελεῖν κατασκάψαι, etc., Th.2.75, Hdt.6.46,48, Th.4.109, etc.
2 τὰ μακρὰ τείχη, at Athens, lines of wall connecting the city-wall (ὁ περίβολος) and the harbours, Th.2.13; they were called respectively τὸ βόρειον or Peiraic, and τὸ νότιον or Phaleric wall (Pl.R. 439e, Aeschin. 2.173, 174), cf. σκέλος ΙΙ: an intermediate wall (τὸ διὰ μέσου τεῖχος Pl.Grg. 455e) ran parallel to the northern, which was therefore called also τὸ ἔξωθεν, Th.2.13: the quarter inside the walls is sometimes called τὸ μακρὸν τεῖχος = Long Wall, And.1.45.
II fortification, castle, fort, Pi.Fr.213, Hdt.3.14,91, etc.
III walled, fortified town or city, Id.9.41,115, X.Cyr.7.5.13, etc.
IV wall of a temple, PEleph.20.52 (iii B.C.); of a house, PHamb.15.8 (iii A.D.), PStrassb. 9.8 (iv A.D.), etc. (Cf. Skt. dehmi 'anoint, smear, plaster', Goth. digan 'mould, create (= πλάσσω)', daigs 'dough', Lat. fingo, figura, Osc. feihúss 'walls', etc.)
German (Pape)
[Seite 1081] εος, τό (vgl. τοῖχος), die Mauer, bes. Stadtmauer, die zur Befestigung der Stadt dient; Hom. oft; εἰσελθοῦσα πύλας καὶ τείχεα μακρά, Il. 4, 34; τεῖχος ἐλαύνειν, eine Mauer ziehen, Od. 6, 9, wie Her. 9, 9; πόλιας καὶ τείχε' ἐπόρθουν, Il. 4, 308; αἰπύ, 6, 327; τεῖχος ἀναῤῥήξας, 7, 461, die Mauer sprengen, daß sie eine Bresche bekommt; τὸ καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη καὶ μὴ ἐπανιστάναι, Plat. Legg. VI, 778 d; καθαιρεῖν, niederreißen, Menex. 244 c, u. öfter; übh. eine zum Schutz errichtete Mauer, Befestigungswerke, Wall u. Graben, wie bei Hom. die Mauern für die Schiffe, τεῖχος ἔδειμαν, πύργους θ' ὑψηλούς, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν, Il. 7, 436, vgl. 12, 4; Hes.; Pind. I. 3, 38 u. öfter, u. Tragg., selten von Holz, ξύλινον, Her. 7, 142. 8. 51. 9, 65; aber τείχει ἐν ξυλίνῳ Pind. P. 3, 38 ist der Scheiterhaufen; Her. 7, 139 nennt auch τειχέων κιθῶνες die Mauern, die den hinter ihnen Stehenden zum Brustharnisch dienen. – Übh. eine mit Mauern und Burgen versehene, befestigte Stadt, gew. im plur., Her. 9, 117 u. öfter, wie Xen. Cyr. 5, 4, 37 Hell. 7, 5, 8; vgl. Poll. 9, 7.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. mur de ville ; τὰ μακρὰ τείχη à Athènes les Longs Murs, ligne de fortifications joignant la ville au Pirée;
II. 1 fortification, forteresse, fort;
2 place fortifiée, place forte.
Étymologie: R. Θιγ, toucher, d'où θιγγάνω, litt. « ligne continue » avec déplac. d'aspiration.
Russian (Dvoretsky)
τεῖχος: εος τό
1 городская стена, вал, укрепление Her., Thuc., Arph., Aeschin. etc.: τὰ μακρὰ τείχη Thuc., Plat. длинные стены (линия укреплений, соединявшая Афины с Пиреем);
2 тж. pl. укрепленный пункт, форт, крепость Her., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
τεῖχος: -εος, τό, τεῖχος, μάλιστα δὲ τεῖχος μέγα καὶ ἰσχυρὸν περί τινα πόλιν, τεῖχος τῆς πόλεως, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐφεξῆς ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.: κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους ἀείποτε ἐξ ὀγκωδῶν λίθων (πρβλ. λογάς, λογάδην, λιθολόγος)· ὅθεν, ξύλινον τεῖχος ἦτο πρᾶγμα ἀσύνηθες καὶ παράδοξον, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. 8. 51., 9. 65, Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 4, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1040· (ὁ Πίνδ. ποιεῖται τὴν ῥῆσιν τῆς φράσεως ταύτης ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, Π. 3. 67)· τ. σιδηροῦν, τείχη χαλκᾶ καὶ ἀδαμάντινα Ἀριστορ. Ἱππ. 1046, Αἰσχίν. 65. 33· τειχέων κιθῶνες, χιτῶνες, ἐνδύματα ἐκ τειχῶν, δηλ. τείχη πολλαπλᾶ, τὸ ἓν ἐντὸς τοῦ ἑτέρου, Ἡρόδ. 7. 139· τεῖχος ἐλαύνειν, ἴδε ἐλαύνω ΙΙΙ. 2· δέμειν Ἰλ. Η. 436, κλπ.· οἰκοδομεῖν Ἡρόδ. 1. 98, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1132, κλπ.· (οἰκοδομοῦμαι τ., κτίζω δι’ ἐμαυτὸν τείχη, Θουκ. 7. 11)· τ. ἄγειν ὁ αὐτ. 6. 99· τ. ἱστάναι Δημ. 479. 12· τ. περιβάλλεσθαι, moenia sibi circumdare, Ἡρόδ. 1. 141, Θουκ., κλπ.· (ὡσαύτως, τ. περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 163· ὅθεν ἐν τῷ παθητ., τεῖχος περιβεβλημένος, ἔχων τεῖχος πέριξ, Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε)· ἀλλὰ καί, περιβάλλεσθαι τείχει τὴν νῆσον, in ulam moeniis cingere, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 116Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11· ― ἀντίθετον τῷ τεῖχος ῥήξασθαι, τεῖχος ῥηξάμενοι κρημνίσαντες, Ἰλ. Μ. 90, 257· τεῖχος ἀναρρήξας Η. 461· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τ. διαιρεῖν, περιαιρεῖν, καθαιρεῖν, κατασκάπτειν Θουκ. 2. 75, Ἡρόδ. 6. 46, 47, Θουκ. 4. 109, κλπ. 2) τὰ μακρὰ τείχη, τὰ ἑνοῦντα τὴν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν μετὰ τῶν λιμένων Πειραιῶς καὶ Φαλήρου, ἐκαλοῦντο δὲ τὸ βόρειον τὸ πρὸς τὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ τὸ νότιον ἢ τὸ πρὸς τὸ Φάληρον (Πλάτ. Πολ. 439Ε, Αἰσχίν. 51. 17, 27), ὠνομάζοντο προσέτι τὰ Σκέλη, Λατιν. Brachia (Στράβ. 395, Λίβ. 31. 26), ἴδε Θουκ. 2. 13· ἕτερον δὲ τεῖχος μεταξὺ τῶν δύο (τὸ διὰ μέσου) ἦτο παράλληλον πρὸς τὸ βόρειον, ὅπερ διὰ τοῦτο ἐκαλεῖτο καὶ τὸ ἔξωθεν, Πλάτ. Γοργ. 455Ε, Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - πλείονα περὶ τῶν μακρῶν τειχῶν εὑρήσεις ἐν τῇ ἀξιολόγῳ πραγματείᾳ τοῦ Ἐνρίκου Οὑλερίχου τῇ ἐπιγραφομένῃ «Λιμένες καὶ Μακρὰ τείχη Ἀθηνῶν, δημοσιευθείσῃ ἐν τῷ Ἑβδόμῳ φυλλαδίῳ τοῦ Ἐρανιστοῦ ἐν Ἀθήναις 1843, ἴδε καὶ διατριβὴν Γ. Ζαννέτου ἐν τῷ περιοδικῷ Ἀπόλλωνι, καὶ Λεξ. Ἀρχ. Ραγκαβῆ, κλπ.· τὸ δὲ μεταξὺ τῶν τειχῶν διάστημα ἐνίοτε ἐκαλεῖτο τὸ μακρὸν τ., Ἀνδοκ. 7. 8. - τεῖχος, τείχη διαφέρει τοῦ τοῖχος ὡς τὸ Λατ. murus, moenia τοῦ paries, ὡς τὰ τῆς πόλεως τείχη ἀπὸ τοῦ τοίχου οἰκίας, πρβλ. τειχίον. ΙΙ. πᾶς τόπος ὠχυρωμένος, ὀχύρωμα, φρούριον, Ἡρόδ. 3. 14, 91, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 12. ΙΙΙ. τετειχισμένη, ὠχυρωμένη πόλις, ὁ αὐτ. 9. 41, 115, Ξεν., κλπ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 9. 98, Ξεν. (Ὁ Κούρτ. νῦν ῥέπει εἰς τὸ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΘΙΓ, θιγεῖν μᾶλλον ἢ εἰς τὴν √ΤΕΚ, τεκεῖν, μετενεχθέντος τοῦ δασέος ἀπὸ τοῦ πρώτου γράμματος εἰς τὸ τρίτον).
English (Autenrieth)
εος: wall of a city or town, then in general any fortification, rampart; τεῖχος ἐλαύνειν, δεῖμαι, ποιήσασθαι, Μ, Il. 7.436.
English (Slater)
τεῖχος (-ος, -εος, -ει, -ος; -έων, -έων, -εσιν.) wall ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν i. e. a pyre (P. 3.38) μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (P. 4.268) τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. esp. city wall ἀπὸ τῶν Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99) Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι, καλέσαντο συνεργὸν τείχεος (O. 8.33) πρὸ Δαρδάνου τειχέων (O. 13.56) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20) met., ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (Pae. 2.37) πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν; fr. 213. 1.
English (Strong)
akin to the base of τίκτω; a wall (as formative of a house): wall.
English (Thayer)
τείχους, τό (cf. θιγγάνω; allied with it are English 'dike' and 'ditch'), from Homer down, the Sept. very frequent for חומָה, 'wall'; the wall round a city, town-wall: Revelation 21:12,14f, 17-19.
Greek Monolingual
το / τείχος, ΝΜΑ
1. ψηλό, χτιστό οχύρωμα, κατασκευασμένο γύρω από μια πόλη ή γύρω από μια άλλη τοποθεσία ή κατά μήκος τών συνόρων μιας χώρας με σκοπό την προστασία και την εξυπηρέτηση της άμυνάς της (α. «το τείχος του Θεοδοσίου» β. «καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον τῆσδε τῆς Βυζαντίδος», Πρόδρ.
γ. «τὰ τείχη Ἱεριχώ», ΚΔ.
δ. «Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. προστασία (α. «πρεσβεία θερμὴ καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή... Θεοτόκε», Παρ. Καν.
β. «τεῖχος ἰσχυρὸν τὴν Ἀνδρονίκου ψυχὴν ἡγούμενος», Λιβάν.
γ. «ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῖχος πυρὸς κυκλόθεν», ΠΔ)
3. αδιαπέραστος φραγμός, αξεπέραστο εμπόδιο (α. «μεγάλα κι αψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη»
Καβάφ.
β. «τὸ πεπρωμένον οὐ πῡρ, οὐ σιδηροῦν σχήσει τεῖχος», Πλούτ.)
4. φρ. α) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν την πόλη της Αθήνας του 5ου αιώνα με τον Πειραιά και το Φάληρο
β) «μακρόν τείχος» — ο μεταξύ τών μακρών τειχών χώρος
νεοελλ.
φρ. α) «Σινικό τείχος» ή «Μέγα Τείχος» — βλ. σινικός
β) «το τείχος τών θρήνων [ή τών δακρύων]» — σειρά ογκολίθων του δυτικού τείχους του ναού του Σολομώντος, ιερός τόπος τών Ισραηλιτών
αρχ.
1. οχυρωμένος τόπος, φρούριο, κάστρο («παρέλαβε τὸ τεῖχος ἐν Μέμφι», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. περιτειχισμένη, οχυρωμένη πόλη, κάστρο
3. (κατ' επέκτ.) τοίχος ναού ή οικοδομήματος
4. φρ. α) «τειχέων κιθῶνες» — σειρά από τείχη (Ηρόδ.)
β) «ξύλινον τεῖχος» μτφ. i) τα πλοία
ii) η νεκρική πυρά (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τεῖχος ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας dheiĝh- (πρβλ. θιγγάνω / θίγω, λατ. tingo) με αρχική σημ. «πλάθω από πηλό», από την οποία προέρχονται οι σημ. «συσσωρεύω χώμα, κτίζω τοίχο από χώμα ή πηλό, πλάθω αγγεία» και αντιστοιχεί με το οσκικό feihuss «τείχη». Από την ετεροιωμένη βαθμίδα dhoigho- της ίδιας ρίζας έχει σχηματιστεί ο τ. τοῖχος (για το ζεύγος τεῖχος: τοῖχος, πρβλ. γένος: γόνος, τέκος: τόκος), ο οποίος διαφέρει σημασιολογικά από τη λ. τεῖχος και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. dehī «τοίχος», γοτθ. daigs «ζυμάρι, πάστα».
ΠΑΡ. τειχίζω, τειχίο(ν)
αρχ.
τειχάριον, τειχήεις, τειχήρης, τειχητός, τειχικός, τειχιόεις, τειχύδριον, τειχώ, τείχωμα, τειχωτός
μσν.
τειχεώτης, τειχίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) τειχομαχώ, τειχοποιός, τειχοσκοπία
αρχ.
τειχεσιπλήτης, τειχοδόμος, τειχοκαταλύτης, τειχοκρατώ, τειχολέτις, τειχομελής, τειχοσεισμοποιός
αρχ.-μσν.
τειχοφύλαξ
μσν.
τειχεσιπλήκτης, τειχοκρουστώ, τειχόπυργος, τειχοσείστης, τειχουργία. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιτειχής, δυωδεκατειχής, επτατειχής, ευτειχής, λινοτειχής, μελαντειχής, χαλκοτειχής].
Greek Monotonic
τεῖχος: -εος, τό,
I. τείχος· ιδίως, μεγάλο τείχος γύρω από πόλη, το τείχος της πόλης, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· τειχέων κιθῶνες, χιτώνες από τείχη, δηλ. πολλά τείχη το ένα μέσα στο άλλο, σε Ηρόδ.· τεῖχος ἐλαύνειν, δέμειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἰκοδομεῖν, σε Ηρόδ.· τεῖχος περιβάλλεσθαι, moenia sibi circumdare, στον ίδ.· επίσης, τεῖχος περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν, στον ίδ.· τεῖχος ῥήξασθαι, προκαλώ ρήγμα στο τείχος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στους πεζογράφους, τεῖχος καθαιρεῖν, κατασκάπτειν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. τὰ μακρὰ τείχη στην Αθήνα, τείχη που ένωναν την πόλη με τα λιμάνια του Πειραιά και του Φαλήρου, τα οποία καλούνταν αντίστοιχα τὸ βόρειον ή Πειραϊκό, και το νότιον ή Φαληρικό τείχος· τεῖχος, τείχη, διαφέρει από το τοῖχος, όπως το Λατ. murus, moenia από το paries, οπως τα τείχη της πόλης από τον τοίχο του σπιτιού· πρβλ. τειχίον.
II. οποιοσδήποτε οχυρωμένος τόπος, κάστρο, φρούριο, σε Ηρόδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο φρούριο ή μεμονωμένες οχυρώσεις, στον ίδ.
III. οχυρωμένη πόλη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
τεῖχος, ος, εος, τό,
I. a wall, esp. a wall round a city, town-wall, in sg. and pl., Hom.; τειχέων κιθῶνες coats of walls, i. e. walls one within the other, Hdt.; τεῖχος ἐλαύνειν, δέμειν Il., etc.; οἰκοδομεῖν Hdt.; τ. περιβάλλεσθαι moenia sibi circumdare, Hdt.; also, τ. περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν Hdt.; τ. ῥήξασθαι to breach the wall, Il.; so in Prose, τ. καθαιρεῖν, κατασκάπτειν Hdt., etc.
2. τὰ μακρὰ τείχη at Athens were lines of wall connecting the city-wall with the harbours, called respectively τὸ βόρειον or Peiraic, and τὸ νότιον or Phaleric wall.— τεῖχος, τείχη differ from τοῖχος, as Lat. murus, moenia from paries, city-walls from a house-wall; cf. τειχίον.
II. any fortification, a castle, fort, Hdt.: pl. of a single fort, fortifications, Hdt.
III. a fortified town, Hdt., Xen., etc.; so in plural [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
τεῖχος: {teĩkhos}
Forms: Daneben τοῖχος m. Mauer, Wand, Schiffswand (seit Il.). Kompp., z.B. τοιχωρύχος m. Einbrecher mit -ία, -έω (att.), ἀργυρότοιχος mit silbernen Wänden (A. in lyr.), ἐντοίχιος an der Wand befindlich (D. H., Ruf. ap. Orib.; unsicher X. An. 7,8,1); myk. to-ko-do-mo. Ganz wenige Ableitungen: τοιχίδιον n. (sp.), -ιος zu einer Wand gehörig (Lebadeia). -ίζω auf die Seite hangen, Schlagseite haben, vom Schiff (Ach. Tat., Eust.).
Grammar: n.
Meaning: Mauer, Stadtmauer, Wall, Befestigungswerk (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. τειχεσιπλῆτα (s. πέλας); mit Umbiegung in die o-Stämme z.B. τειχομαχέω um die Mauern kämpfen, -ία f. (ion. att.), -ας m. (Ar. in lyr.), -ος m. (App.); εὐτειχής mit schönen Mauern, wohlummauert (Pi., E.), auch εὐτείχεος (Il.; metrisch bedingt, Sommer Nominalkomp. 19 m. Lit.), -ητος (h. Ven. 112: τειχέω).
Derivative: Davon 1. Demin. τειχύδριον n. (X.; vgl. Schwyzer 471 m. A. 8), -άριον n. (Pap. Ip; herabsetzend), -ίδιον n. (Zonar.). 2. -ίον n. ‘Mauer (eines Hauses), Wand' (Od., Ar., Th., X. u.a.; zur Bed. Sieberer Sprache 2, 97). 3. -ωμα = φραγμός (AB; Erweiterung), -ωτός = lat. vallaris (rörn. Zeit). 4. -ιόεις ummauert (Β 559 = 646; metrisch bedingt, nicht von τειχίον, vgl. Schwyzer 527 und Risch ̨ 56a), -ιοῦσσα f. Insel bei Milet (Th.); aus dem Epos (Leumann Hom. Wörter 302)?; auch -ιόεσσα (Archestr.). 5. -ικός = lat. vallaris (στέφανος ~ = corōna vall.; röm. Zeit). 6. -ίζω, oft m. Präfix, z.B. περι-, ἀπο-, ἐπι-, eine Mauer bauen, mit einer Mauer befestigen (ion. att. seit H 449, auch dor.) mit -ισις, -ισμα, -ισμός (περι- ~ u.a.) Mauerbau, Befestigung (att.; zur Bed.differenzierung Chantraine Form. 145 u. 147); -ιστής m. Maurer, Baumeister (LXX, Lib.). 7. -έω = -ίζω (Hdt.) mit -ητός befestigt (att. IVa).
Etymology: Zu τεῖχος: τοῖχος vgl. γένος: γόνος, τέκος: τόκος, τέλος: πόλος u. a. Mit τοῖχος decken sich genau aind. deha- m. (auch n.) Körper mit dehī́ f. Wall, Damm, Aufwurf, aw. pairi- daēza- m. Umwallung, Ummauerung (s. παράδεισος). germ., z.B. got. daigs m. ’Teig’, idg. *dhóiĝho-s m. Zu bemerken noch toch. A tseke Bildwerk (Stammbildung unklar) und arm. dēz Haufe, beide wahrscheinlich einzelsprachliche Neu-(Um-)bildungen (zu tsik- formen, bilden bzw. dizanem. Aor. diz-i aufhäufen). Mit e-Vokal wie τεῖχος (idg. *dhéiĝhos n.), aber im Auslaut abweichend osk. feíhúss Akk. pl. muros o-Stamm). — Das zugrunde liegende Verb ist als athematische Bildung in aind. déh-mi bestreichen, verkitten erhalten, idg. *dhéiĝh-mi; daneben u.a. das Nasalpräsens lat. fingō ‘über etwas hinstreichen, kneten, bilden’ und, semantisch etwas abweichend, θιγγάνω (s. d.). — Weitere Formen m. zahlreichen Einzelheiten (fürs Griechische ohne Belang) und reicher Lit. bei WP. 1, 833f., Pok. 244f., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. fingō, Mayrhofer s. dehaḥ und degdhi.
Page 2,865-866
Chinese
原文音譯:te‹coj 帖何士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:牆
字義溯源:城牆,牆;一個房屋的構成部份,源自(τίκτω)*=生產)。比較: (φραγμός)=籬笆
同源字:1) (μεσότοιχον)隔牆 2) (τεῖχος)城牆 3) (τοῖχος)牆
出現次數:總共(9);徒(1);林後(1);來(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 牆(6) 啓21:12; 啓21:14; 啓21:15; 啓21:17; 啓21:18; 啓21:19;
2) 城牆(3) 徒9:25; 林後11:33; 來11:30
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό. Ἔχει σχέση μέ τή ρίζα θιγ- τοῦ θιγγάνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τειχήρης, τειχίζω (=ὀχυρώνω), τείχισις, (ἀπο, ἐπι, περι)τείχισις, τείχισμα (=ὀχύρωμα), (ἀντι, ἀπο, δια, ἐπι, περι)τείχισμα, τειχισμός, τειχιστής, ἀποτειχιστέον, ἀποτείχιστος, εὐαποτείχιστος, τειχίον, τειχομαχῶ, τειχοποιῶ, τοῖχος, ὁ (μέ ἑτεροίωση).
Lexicon Thucydideum
murus, wall, 1.7.1, 1.8.3, 1.56.2, 1.57.6. 1.62.6. 1.63.2. 1.64.1. 1.64.2. 1.69.1, 1.89.3, 1.90.1. 1.90.3. 1.91.3. 1.91.6. 1.93.5. 1.101.3. 1.103.4, 1.107.1, 1.107.4. 1.108.3, 1.108.31.4.1. 1.116.2, 1.117.3. 2.3.3. 2.4.4. 2.5.1. 2.13.7, 2.13.72.17.3. 2.17.32.18.1. 2.25.1, 2.25.2. 2.74.1. 2.75.4, 2.75.6. 2.75.62.76.3. 2.76.32.4.1. 2.4.12.77.3. 2.78.2. 2.81.2. 3.2.2, 3.3.3, 3.3.6. 3.18.1, 3.18.4. 3.20.1. 3.20.3. Ibid. bis. in the same place twice 3.21.1. 3.20.2. 3.3.1. 4. 22. 3.20.5. Ibid. in the same place 3.7.1. 8. 23. 3.20.2. 3.39.2, 3.50.1. 3.52.2. 3.65.3. 3.89.4, 3.102.4, 4.4.3. 4.9.2. 4.9.24.13.1. 4.23.2. 4.32.2. 4.51.1, 4.66.4. 4.67.1, 4.68.1. 4.68.4. 4.69.2. 4.69.24.3.1. 4.4.1, 4.70.1. 4.73.4. 4.90.2. 4.100.3. 4.100.4. 4.102.4, 4.103.5, 4.107.2. 4.109.1, 4.110.2. 4.112.2, 4.116.2. 4.130.3. 4.130.7. 4.133.1. 5.2.4, 5.3.2. 5.4.4, 5.7.5. 5.10.6. 5.26.1. 5.52.2, 5.61.5, 5.77.1. 80. 5.82.5, 5.83.2. 6.75.1. 6.99.1. 6.99.2, 6.99.3, 6.102.2. 6.103.1, 7.2.4, 7.3.3. 7.4.1. 7.4.1, 7.4.2. 7.4.27.5.1. 7.5.3. 7.6.1. 7.6.17.2.1. 7.2.17.7.1, 7.11.2. 7.11.27.3.1. 7.3.17.12.2. 7.28.2, 7.29.3, 7.37.2. 7.37.27.3.1. bis. twice 7.38.1. 43. 7.3.2. 7.46.1. 7.51.2. 7.52.1. 54. 7.60.2, 7.3.1. 7.71.6. 7.77.5. 7.77.7, 8.16.3. 8.20.2. 8.40.2. 8.55.2. 8.69.1, 8.71.1. 8.71.18.91.1. 8.3.1. 8.3.18.94.8.
castellum, oppidum muris munitum, fort, town fortified with walls, 2.78.4, 2.100.1, 3.34.3. 3.51.4, 3.68.3. 3.85.2. 3.85.4, 3.105.1, 4.11.4. 4.57.1. 4.57.2. 4.57.24.67.3. 4.92.1. 4.104.1. 5.3.5, 5.33.1. 5.33.2. 5.3.1. 5.49.1. 5.80.3. 7.2.3, 7.19.2. 7.22.1, 7.23.1. 7.24.1. 7.24.17.24.2. 7.24.28.24.2. 8.90.1. 8.90.3. 8.90.38.4.1. 8.4.1 [vulgo commonly τοῦ τείχους] 8.91.1. 8.92.1. 8.92.4. 8.10.1. 8.98.2.
pars Memphidis urbis, part of the city of Memphis, 1.104.2.
Translations
wall
Afrikaans: muur; Albanian: mur, ledh; Amharic: ግድግዳ; Arabic: حَائِط, جِدَار, سُور; Egyptian Arabic: سور; Iraqi Arabic: حايط; Libyan Arabic: حيط; Moroccan Arabic: حيط; South Levantine Arabic: حيط, جِدَار; Armenian: պատ; Aromanian: mur; Assamese: বেৰ, দেৱাল; Asturian: muralla; Azerbaijani: barı; Basque: harresi, hesi; Belarusian: сцяна, мур, вал; Bengali: দেওয়াল; Brahui: dívál; Breton: mur; Bulgarian: стена, зид, дувар; Burmese: မြို့; Catalan: mur; Chechen: пен; Chinese Cantonese: 牆/墙; Dungan: чён; Mandarin: 牆壁/墙壁, 牆/墙, 隔牆/隔墙; Crimean Tatar: qalav; Czech: hradba, stěna, zeď; Dalmatian: mor; Danish: væg; Dongxiang: dan; Dutch: muur; Estonian: müür; Fala: muru; Finnish: muuri, valli; French: mur; Friulian: mûr; Galician: muro; Georgian: კედელი; German: Wall; Gothic: *𐍅𐌰𐌳𐌳𐌾𐌿𐍃; Greek: τείχος; Ancient Greek: τεῖχος; Haitian Creole: mi; Haryanvi: भींत; Hebrew: קִיר; Higaonon: dingding; Hindi: दीवार, बाधा, रुकावट, भीत; Hungarian: fal; Icelandic: veggur; Indonesian: tembok; Ingush: пен; Irish: balla, múr; Italian: vallo, steccato, fortificazione; Japanese: 壁, 城壁; Kazakh: қабырға, дуал; Khmer: កំពែង; Korean: 벽(壁), 성벽(城壁); Kurdish Central Kurdish: دیوار; Northern Kurdish: dîwar; Kyrgyz: дубал, кереге, там; Lao: ກຳແພງ; Latin: vallum, murus; Latvian: mūris, valnis; Luxembourgish: Wall, Mauer; Macedonian: ѕид; Malay: tembok, benteng; Marathi: भिंत; Mauritian Creole: miray; Mongolian Cyrillic: туурга, хана; Norwegian Bokmål: vegg, voll; Occitan: mur; Ojibwe: aasamisag; Old English: weall; Pashto: دېوال, باره; Persian: بارو, دیوار; Piedmontese: mur; Polish: wał inan, mur inan; Portuguese: muro, muralha; Quechua: pirqa; Romanian: perete; Romansch: mir, meir, mür; Russian: стена, вал; Sanskrit: बाधा, भित्ति; Sardinian: muru; Scots: wa; Scottish Gaelic: gàrradh, mùr; Serbo-Croatian Cyrillic: зи̑д; Roman: zȋd; Seychellois Creole: miray; Sindhi: ڀت; Slovak: hradba, stena, múr; Slovene: stena; Somali: derbi; Spanish: muro, muralla, pared; Swahili: ukuta class u; Swedish: vall; Tagalog: pader; Tajik: девор; Tamil: சுவர்; Tatar: дивар; Thai: กำแพง; Tibetan: རྩིག་པ; Turkish: sur; Turkmen: diwar; Ukrainian: стіна, мур, вал; Urdu: دِیوار, بادھا, رُکاوَٹ; Uyghur: تام; Uzbek: devor; Vietnamese: tường; Welsh: caer; West Frisian: ferdigeningswâl, fêstingswâl, stêdsmuorre; Yiddish: מויער, וואַנט; Zazaki: diwar, dês, bende
fortification (structure)
Arabic: مَعْقِل; Armenian: ամրություն; Azerbaijani: istehkam; Bulgarian: укрепления; Catalan: fortificació; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事, 堡壘/堡垒; Czech: pevnost, opevnění; Dutch: vesting; Esperanto: fortikaĵo; Finnish: linnoite, linnoitus; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festung, Fort; Greek: οχύρωμα; Ancient Greek: ἀποτείχισμα, ἐπιτείχισμα, ὀχύρωμα, παρατείχισμα, περίβλημα, περιοχή, προανατείχισμα, τείχισμα, τεῖχος, τείχωμα, φραγμός, φύλαγμα; Italian: fortificazione; Latin: munitio, munimentum; Macedonian: утврдувања; Malay: perkubuan; Maori: pare, papare, tūwatawata; Norman: fortificâtion; Norwegian Bokmål: festningsanlegg; Nynorsk: festningsanlegg; Old Persian: استحکامات; Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificație, fortăreață; Russian: укрепления; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, fortifikation; Turkish: tahkimat