ἀσυννεφής

Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A unclouded, Sch.Pi.O.1.16; not bringing clouds, ἄνεμοι Thphr.Vent.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυννεφής: -ές, ὁ μὴ συννεφής, «ἀσυννέφιαστος», Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1, 16.

Spanish (DGE)

-ές
1 libre de nubes, despejado οὐρανός Sch.Pi.O.p.26 Böckh.
2 que no comporta nubes ἄνεμοι Thphr.Vent.11.

Greek Monolingual

ἀσυννεφής, -ές (AM) συννεφής ασυννέφιαστος
αρχ.
(για τον άνεμο) που δεν φέρνει σύννεφα.