τό, A v. ὑδρεῖον.
[Seite 1173] τό, statt ὑδρεῖον, Her. 3, 14.
ion. c. ὑδρεῖον.
τὸ, Αιων. τ. βλ. υδρείο.
ὑδρήϊον: Ιων. αντί του ὑδρεῖον.
ὑδρήϊον: τό ион. = ὑδρεῖον.