υδρείο

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

το / ὑδρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρήϊον και ὑδρῆον Α ὑδρεύω
αγγείο άντλησης νερού, κουβάς
νεοελλ.
ναυτ.
θέση ύδρευσης τών πλοίων
(μσν.-αρχ) χρονόμετρο, με νερό, κλεψύδρα
αρχ.
δεξαμενή νερού.