ον, A very rich, Ocell.4.6.
[Seite 1204] überreich, Ocell. Luc. 4.
-ον, Μπάρα πολύ πλούσιος, ζάπλουτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. ἀπο-χρήματος, ὀλιγο-χρήματος].