ὑποκρύφιος

Revision as of 14:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, A hidden under, Nonn.D.29.107.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρύφιος: [ῠ], -ον, κεκρυμμένος ὑποκάτω, Νόνν. Δ. 36. 96, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κρυμμένος από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρύφιος «κρυφός, μυστικός, κρυμμένος»].