κατοίκτισις

Revision as of 01:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, compassion, ἡ πρὸς αὑτὴν κ. X.Cyr.6.1.47.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, das Bemitleiden, Mitleidbezeugen, Xen. Cyr. 6, 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπάθεια, οἰκτιρμός, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
pitié, compassion.
Étymologie: κατοικτίζω.

Greek Monolingual

κατοίκτισις, -ίσεως, ἡ (Α) κατοικτίζω
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπόνοια.

Greek Monotonic

κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπόνοια, συμπάθεια, οικτιρμός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατοίκτῐσις: εως ἡ сострадание, сожаление, жалость Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοίκτισις -εως, ἡ [κατοικτίζω] medelijden.

Middle Liddell

κατ-οίκτῐσις, εως [from κατοικτίζω
compassion, Xen.