συμπάθεια
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A fellow-feeling, sympathy, Arist.Pr.7 tit., etc.; τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον Gp.9.14.1; pity, οὐδεμίαν συμπάθειαν λαμβάνειν D.S.13.57; mea συμπάθεια = my self-pity, Cic.Att.10.8.10.
2 in the Philosophy of Epicurus, corresponding 'affection' or quality, affinity, Ep.1p.11U. (pl.), al.; ὁμούρησις καὶ συμπάθεια of body and soul, ib.p.20 U.; also in Stoic. Philos., affinity, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα κοινωνία καὶ συμπάθεια Stoic.2.170, cf. 145; in Music, used of chords which vibrate together, Theo Sm.p.51 H.; sympathetic vibration of bronze vessels, Plb.21.28.9.
3 affinity, concord of heavenly bodies, Vett.Val.5.13.
4 Gramm., analogy, A.D.Adv.173.26, Synt.168.18.
5 Medic., sympathetic affection of the body, opp. ἰδιοπάθεια, Sor.1.63, 2.22, Gal.8.30; ἔστι τις [τῇ μήτρᾳ] πρὸς τοὺς μαστοὺς φυσικὴ συμπάθεια Sor.1.15.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, gleiche Empfindung, Stimmung od. Leidenschaft, Mitempfindung, Mitleiden, Pol. 22, 11, 12 u. Sp., wie Plut.; bei den Stoikern Geneigtheit beizustimmen, S. Emp. pyrrh. 1, 230.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 communauté de sentiments ou communauté d'impressions;
2 t. stoïc. rapport de certaines choses entre elles.
Étymologie: συμπαθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπάθεια -ας, ἡ [συμπαθής] het meevoelen, medeleven, sympathie.
Russian (Dvoretsky)
συμπάθεια: (πᾰ) ἡ
1 общность чувств, симпатия, сочувствие Arst., Polyb.;
2 филос. (у стоиков) духовная склонность, взаимное тяготение (τῆς διανοίας Plut.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α συμπαθής
1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω της τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας, νηπίους, γυναῖκας, πρεσβύτας ἐφόνευον, οὐδεμίαν συμπάθειαν λαμβάνοντες», Διόδ. Σ.)
2. ιατρ. μεταβολή, κατά κανόνα παθολογική, που εμφανίζεται σε ένα όργανο του σώματος σε περίπτωση βλάβης ή διαταραχής ενός όμοιου με αυτό όργανο, όπως λ.χ. συμβαίνει στα μάτια
νεοελλ.
1. ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια για ένα πρόσωπο, μια προσπάθεια ή μια κατάσταση («δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τέτοιου είδους ιδέες»)
2. ψυχική έλξη, αίσθημα τρυφερότητας ή ερωτικό ενδιαφέρον (α. «τρέφει συμπάθεια για τα ζώα» β. «τή βλέπει με πολλή συμπάθεια τελευταία»)
3. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον («αυτό το κορίτσι είναι η συμπαθειά του»)
μσν.
1. ταυτότητα φαινομένων ή ιδιοτήτων σε δύο ή περισσότερα πράγματα («ἄξιον μὴ παραλιπεῖν τὴν τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον συμπάθειαν», Γεωπ.)
2. κληροδότημα
αρχ.
1. κοινότητα αισθημάτων, ομοιότητα ψυχικής διάθεσης ή συναισθημάτων
2. (στη φιλοσ. του Επικούρου) αντιστοιχία φύσεως, πάθους ή ποιότητας, αναλογία
3. (στη στωική φιλοσ.) συγγένεια
4. μουσ. η ταυτόχρονη κρούση τών χορδών
5. αστρολ. η αρμονία που διέπει την κίνηση διαφόρων ουράνιων σωμάτων
6. γραμμ. αναλογία.
Greek Monotonic
συμπάθεια: ἡ, παρόμοια διάθεση, συμπάθεια, ομοιοπάθεια, συμπόνοια, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπάθεια: ἡ, ὁμοία διάθεσις, ὅμοιον αἴσθημα, συμπάθεια Ἀριστ. Προβλ. 7. ἐν τῇ ἐπιγρ., Πολύβ. 22. 11, 12, Στωϊκὸς παρὰ Πλουτ. 2. 906Ε, πρβλ. 119C, κτλ.· τινος πρός τινα, συμπάθεια ἐλαίας πρὸς ἄμπελον Γεωπ. 9. 14, 1· περὶ συμπαθειῶν φυσικῶν αὐτόθι 15, 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ λέγεται ἐπὶ χορδῶν, αἵτινες πάλλονται ὁμοῦ, Θέων Σμυρν. 6, σ. 80. ΙΙ. κληρονομία, κληροδότημα, Βυζ.
Middle Liddell
συμπάθεια, ἡ,
fellow-feeling, sympathy, Arist.
Translations
sympathy
Arabic: تَعَاطُف, عَطْف, حُنُو; Armenian: համակրանք; Bulgarian: съчувствие, състрадание; Catalan: compassió; Chinese Mandarin: 同情, 同感; Czech: soustrast, soucit; Dutch: medelijden, sympathie; Finnish: myötätunto, osanotto, sympatia; French: compassion, sympathie, condoléance; German: Mitleid, Mitgefühl; Greek: συμπάθεια; Ancient Greek: συμπάθεια; Hebrew: אהדה, אהדה; Hungarian: együttérzés, részvét, rokonszenv; Interlingua: compassion; Italian: compassione; Japanese: 同情; Latin: compassio; Malayalam: സഹതാപം; Manx: co-ennaghtyn, erreeish, co-choe; Maori: pukuaroha; Norwegian Bokmål: sympati; Nynorsk: sympati; Old English: efnþrōwung; Plautdietsch: Metfeelen; Polish: współczucie; Portuguese: compaixão; Romanian: compasiune, compătimire, simpatie; Russian: сочувствие, сострадание; Sanskrit: दया; Serbo-Croatian Cyrillic: саосећај, суосјећај; Roman: saosećaj, suosjećaj; Spanish: compasión; Swahili: juruma; Tagalog: simpatya, awa; Turkish: sempati; Vietnamese: thương cảm; Welsh: cydymdeimlad
pity
Arabic: شَفَقَة; Egyptian Arabic: شفقة; Armenian: խղճահարություն; Assamese: পুতৌ; Belarusian: жаль, лі́тасць, жаласць; Bulgarian: жалост; Catalan: pietat; Chinese Mandarin: 憐憫/怜悯; Czech: soucit, lítost; Danish: medlidenhed; Dutch: medelijden, deernis; Esperanto: kompato; Finnish: sääli; French: compassion, pitié; Galician: compaixón, piedade, macela, amerceamento; Georgian: სიბრალული; German: Mitleid; Gothic: 𐌱𐌻𐌴𐌹𐌸𐌴𐌹; Greek: οίκτος; Ancient Greek: ἔλεος, οἶκτος, οἰκτιρμός, ἐλεημοσύνη, ἐλεητύς, συμπάθεια, σπλάγχνον; Hungarian: könyörület, szánalom; Icelandic: samúð; Irish: trua; Italian: pietà; Japanese: 憐れみ; Korean: 동정; Latin: misericordia; Macedonian: жалост; Malayalam: സഹതാപം; Maori: whakaaroha, aroha; Occitan: pietat; Ottoman Turkish: رحم; Plautdietsch: Jauma, Jaumahoat; Polish: współczucie, litość; Portuguese: pena; Romanian: compasiune, milă, compătimire; Russian: жалость, сострадание, сочувствие; Sanskrit: करुणा, दया; Scottish Gaelic: iochd, oircheas, tròcair, truas, truacantas; Sicilian: cumpiatà; Slovak: súcit; Spanish: compasión, piedad, lástima; Swedish: medlidande, medömkan; Telugu: జాలి; Thai: การสงสาร; Tocharian B: karuṃ; Turkish: şefkat, merhamet, acıma; Ukrainian: жаль, жалість; Urdu: افسوس, ہمدردی; Uyghur: ئەپسۈس; Welsh: trueni