περικαλίνδησις

Revision as of 14:56, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, rolling about, Plu.2.919a (pl.).

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
περιστροφή, περικυλίνδησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καλίνδησις «κύλισμα»].

Russian (Dvoretsky)

περικᾰλίνδησις: εως ἡ перекатывание, катание Plut.