ἀνηκόως
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
French (Bailly abrégé)
adv.
sans avoir entendu, dans l’ignorance de, gén..
Étymologie: ἀνήκοος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκόως: не будучи осведомленным: ἀστρολογίας μὴ ἀ. ἔχων Plut. знакомый с астрономией.