ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
-η, -ο (AM άφοβος, -ον)αυτός που δεν φοβάταινεοελλ.επίρρ. άφοβαχωρίς φόβο, με θάρρος(αρχ.μσν.)1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβονη τόλμημσν.όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος.