Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
κερτομῶ, -έω (ΑΜ)
κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.
β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾱς τόδ' αὖθις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρτομος].