Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κερτομώ

From LSJ
Revision as of 20:24, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318

Greek Monolingual

κερτομῶ, -έω (ΑΜ)
κεντώ την καρδιά κάποιου με χλευαστικούς λόγους, πικραίνω, περιπαίζω, πειράζω, σκώπτω κάποιον (α. «τὸν ἔνθεον κυβερνήτην ἀδίκως κερτομεῖν ὑβρίζοντες», Σέργ. Μακρ.
β. «οὐκ ἐῶ σε κερτομεῖν ἡμᾱς τόδ' αὖθις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέρτομος].