απαρέμφατο
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
το (Α ἀπαρέμφατος, -ον) παρεμφαίνω
αρχ.-μσν.
επίρρ. άπαρεμφάτως
ακαθόριστα, απροσδιόριστα
αρχ.
αυτός που δεν ορίζει, δεν φανερώνει κάτι
(Γραμμ.) ο κατ' εξοχήν ρηματικός τύπος με λειτουργία τόσο ονοματική όσο και ρηματική.