απαρέμφατο

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

το (Α ἀπαρέμφατος, -ον) παρεμφαίνω
αρχ.-μσν.
επίρρ. άπαρεμφάτως
ακαθόριστα, απροσδιόριστα
αρχ.
αυτός που δεν ορίζει, δεν φανερώνει κάτι
(Γραμμ.) ο κατ' εξοχήν ρηματικός τύπος με λειτουργία τόσο ονοματική όσο και ρηματική.